- επίπλοον
- το анат. сальник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπίπλοον — fold of the peritoneum neut nom/voc/acc sg ἐπίπλοος 1 sailing against masc acc sg ἐπίπλοος 2 sailing against masc acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπλοον — και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους) ανατ. το δέρτρον*. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα νεοελλ. ονομασία τών διπλώσεων τού περιτοναίου που … Dictionary of Greek
τοὐπίπλοον — ἐπίπλοον , ἐπίπλοον fold of the peritoneum neut nom/voc/acc sg ἐπίπλοον , ἐπίπλοος 1 sailing against masc acc sg ἐπίπλοον , ἐπίπλοος 2 sailing against masc acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλόου — ἐπίπλοον fold of the peritoneum neut gen sg ἐπίπλοος 1 sailing against masc gen sg ἐπίπλοος 2 sailing against masc gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλόῳ — ἐπίπλοον fold of the peritoneum neut dat sg ἐπίπλοος 1 sailing against masc dat sg ἐπίπλοος 2 sailing against masc dat sg (epic doric ionic) ἐπιπλάζω fut opt act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
epiplón — (Del gr. epiploon.) ► sustantivo masculino ANATOMÍA Repliegue de la membrana peritoneal que une el intestino delgado con la pared posterior del abdomen. SINÓNIMO mesenterio * * * epiplon o epiplón (del gr. «epíploon») m. Anat. Mesenterio. * * *… … Enciclopedia Universal
OMENTUM — Hebr. Gap desc: Hebrew, i. e. operiens, Levitici c. 9. v. 19. Ex ariete (obtulerunt) caudam operientem, et renes, ubi subintelligenda intestina: Ventriculum enim atque intestina pingui ac tenui omento integi, dicit Plin. l. 11. c. 37. Unde est,… … Hofmann J. Lexicon universale
επίπλους — (I) ο (Α ἐπίπλους) [πλους] ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῑοι», Θουκ.) αρχ. (σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση… … Dictionary of Greek
επιπλοκομιστής — ἐπιπλοκομιστής, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από επιπλοκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίπλοον, ουν + κομιστής < κομίζώ] … Dictionary of Greek
επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… … Dictionary of Greek
σκέπη — η, ΝΜΑ 1. σκέπασμα, κάλυμμα 2. μτφ. προ κάλυψη, προφύλαξη, προστασία, υπεράσπιση (α. «φύλαξόν με υπό την σκέπην σου», εκκλ. β. «ὑπὸ τήν σκέπην τών σων προσέρχομαι πτερύγων», Πρόδρ. γ. «ἐν σκέπῃ τοῡ πολέμου», προφύλαξη από τον πόλεμο, Ηρόδ. δ.… … Dictionary of Greek